Του Τακη Μιχα.
Διστακτικά αλλά σταθερά τα στελέχη του ιδιωτικού τομέα αρχίζουν να χειραφετούνται από τους πολιτικούς και να αναζητούν νέες ιδέες για την έξοδο από την κρίση. Στα πλαίσια αυτά ο ΣΕΟΔ που αποτελείται από τους διευθυντές των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων, δημιούργησε ένα “think-tank” οικονομολόγων και άλλων διανοουμένων το οποίο μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας επεξεργάζεται διάφορα σενάρια και ιδέες που αφορούν την σημερινή κατάσταση. Σε αυτή την ομάδα συμμετέχει και ο γνωστός καθηγητής Γεώργιος Μπήτρος που δέχθηκε να μοιρασθεί με τους επισκέπτες του protagon ορισμένες σκέψεις του.
«Κοιτάξτε» μας λέει απαντώντας σε σχετική ερώτηση «το μεγαλύτερο πρόβλημα με τα προγράμματα δανειοδότησης της τρόικα είναι ότι είναι κομμένα και ραμμένα για χώρες που έχουν δικό τους νόμισμα –όπως π.χ. οι χώρες της Λατινικής Αμερικής- και όχι για χώρες όπως η Ελλάδα που ανήκουν σε μια νομισματική ένωση. Αυτές οι χώρες έχουν την δυνατότητα να μοιράσουν το κόστος της εφαρμογής του προγράμματος μεταξύ της υποτίμησης του νομίσματος και της λεγόμενης «εσωτερικής υποτίμησης». Δυστυχώς η Ελλάδα δεν έχει αυτή την δυνατότητα με αποτέλεσμα όλο το βάρος να πέφτει στην εσωτερική υποτίμηση– η οποία επιλέχθηκε από τις κυβερνήσεις μας να γίνει κυρίως μέσω της αύξησης των φόρων.»
Όμως σύμφωνα με τον συνομιλητή μας αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Το δεύτερο εξίσου μεγάλο πρόβλημα είναι η αδυναμία ή και απροθυμία της δημόσιας διοίκησης να εφαρμόσει τις αποφάσεις της κυβέρνησης στην κατεύθυνση του προγράμματος προσαρμογής. «Δεν υπάρχει δυστυχώς δημόσια διοίκηση που να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα μέτρα –όπως π.χ. την απελευθέρωση των επαγγελμάτων. Δεν υπάρχουν μηχανισμοί εφαρμογής και παρακολούθησης της υλοποίησης των συμφωνηθέντων». Αυτό σύμφωνα με τον καθηγητή Μπήτρο οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο γεγονός ότι η δημόσια διοίκηση έχει αυτονομηθεί από τον έλεγχο της κυβέρνησης γιατί τα συνδικάτα που γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν από τα κόμματα εξουσίας στο δημόσιο τομέα αντιλήφθηκαν τη δύναμη τους και την χρησιμοποιούν για να εξυπηρετούν τα προσωπικά τους συμφέροντα και όχι εκείνα των πολιτών. «Το πιο κλασσικό παράδειγμα είναι η λευκή απεργία που η κυβέρνηση υπαινίσσεται ότι κάνουν τα στελέχη του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.»
Για τον κ. Μπήτρο υπάρχει ακόμα καιρός για μια αλλαγή στους στόχους του προγράμματος διάσωσης της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος όμως έχει λιγοστέψει δραματικά από την αναποφασιστικότητα του πολιτικού συστήματος. «Αυτή την στιγμή όλες πλέον οι προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν στην περικοπή των δημοσίων δαπανών και στην επανεκκίνηση του ιδιωτικού τομέα μέσα από την μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και του ταυτόχρονου περιορισμού της φοροδιαφυγής. Η εφεδρεία μου φαίνεται πλέον ασπιρίνη που δίνεται για την θεραπεία ενός καρκίνου στα τελευταία στάδια. Δυστυχώς τώρα θα πρέπει να υπάρξει δραστική μείωση του αριθμού των δημόσιων υπαλλήλων που φοβούμαι ότι πρέπει να φθάσει μέχρι και το ήμισυ αυτών που υπηρετούν σήμερα. Αλλά ταυτόχρονa θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια να κρατηθούν οι υπάλληλοι με υψηλό επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων. O στόχος θα πρέπει να είναι όσο γίνεται συντομότερα η δημόσια διοίκηση σε κεντρικό, περιφερειακό και δημοτικό επίπεδο να διαθέτει οργάνωση η οποία να μην χρειάζεται περισσότερους από 400.000-450.000 υπαλλήλους υψηλού επιπέδου, περιλαμβανομένων των στρατιωτικών. Μια τέτοια μείωση θα σήμαινε εξοικονόμηση πάνω από τα 5-6 δις ευρώ ετησίως και ταυτόχρονα ριζική μείωση της γραφειοκρατίας που αποτελεί ένα τεράστιο εμπόδιο στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων».
Όμως το ερώτημα είναι τι θα έκανε κανείς με τους περίπου 200-300 χιλιάδες υπαλλήλους που θα απολυθούν; «Μια αντιμετώπιση θα ήταν να χρησιμοποιηθούν χρήματα απ’ αυτά που μας δανείζουν οι ευρωπαίοι εταίροι μας προκειμένου να ενισχυθούν οικονομικά αυτοί που θα χάσουν τις θέσεις τους μέχρι να τους απορροφήσει ο ιδιωτικός τομέας. Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει να ληφθεί πρόνοια ώστε να μην δημιουργηθεί ανεξέλεγκτο κοινωνικό πρόβλημα.» Και σε πόσο χρόνο θα συνέβαινε αυτό; «Αν το μέτρο αυτό συνδυάζονταν με τις άλλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις-ευρέως φάσματος ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση επαγγελμάτων, επανεκκίνηση των κλάδων που στήριξαν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας στο παρελθόν, κλπ.-μάξιμουμ δυο-τρία έτη».
Όμως ο συνομιλητής μας είναι αρκετά ρεαλιστής όσον αφορά τις πιθανότητες υλοποίησης αυτών των σχεδίων. «Αυτή την στιγμή θα έλεγα ότι υπάρχει μια πιθανότητα μικρότερη από 20% να επιτύχουμε να παραμείνουμε στην ευρωζώνη. Έχουμε χάσει πολύ χρόνο και επί πλέον δεν πιστεύω ότι τα σημερινά πολιτικά κόμματα έχουν την βούληση η την ικανότητα να εφαρμόσουν αυτά τα μέτρα».
Και αν δεν υλοποιηθεί αυτή η προοπτική τότε ποιό είναι το Σχέδιο B: «Στάση πληρωμών, επιστροφή στην δραχμή, υποτίμηση σημαντικά μεγαλύτερη απ’ αυτήν που έκανε ο Μαρκεζίνης το 1953, συναλλαγματικοί περιορισμοί, πιθανώς πρόσκαιρη επιβολή ποσοστώσεων σε ορισμένα καταναλωτικά είδη, κλπ.-όλα αυτά φυσικά σε πλήρη συνεργασία με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, ώστε να μην μπει σε κίνδυνο η παραμονή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστο με την ίδια πλέον σχέση που έχουν και αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Γι’ αυτό, ενώ προς το παρών συνεχίζουμε τις προσπάθειες να βρούμε τη λύση εντός της ευρωζώνης, η συμβουλή μου είναι ότι πρέπει οι κυβερνώντες να ετοιμάσουν ένα Σχέδιο Β για την περίπτωση που χρειαστεί, και μάλιστα χωρίς να το κρύβουν από τους πολίτες» .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου