«Μάνα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω.
Δεν ειμπορώ δε δύναμαι, αμάλιασ’ η καρδιά μου.
Θα πάρω το ντουφέκι μου, να πάω να γένω κλέφτης.
Να κατοικήσω ‘ς τά βουνά και ς’ ταίς ψηλαίς ραχούλαις.
Νάχω τους λόγγους συντροφιά, με τά θεριά κουβέντα.
Νάχω τά χιόνια για σκεπή, τους βράχους για κρεββάτι.
Νάχω με τά κλεφτόπουλα καθημερινό λημέρι.
Θα φύγω, μάνα, και μην κλαίς, μόν δόμου την ευχή σου.
Κι’ ευχήσου με, μανούλα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω.
Και φύτεψε τριανταφυλλιά και μαύρο καρυοφύλλι.
Και πότιζέ τα ζάχαρι και πότιζέ τα μόσκο.
Κι’ όσο π’ ανθίζουν, μάνα μου, και βγάνουνε λουλούδια,
Ο γυιός σου δεν απέθανε, και πολεμάει τους Τούρκους.
Κι’ αν έλθη μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη,
Και μαραθούν τά δυό μαζή, και πέσουν τά λουλούδια,
Τότε κι’ εγώ θα λαβωθώ, τά μαύρα να φορέσης.
Δώδεκα χρόνια πέρασαν και δεκαπέντε μήνες,
Πού ανθίζαν τά τριαντάφυλλα, κι’ ανθίζαν τά μπουμπούκια,
Και μιάν αυγή ανοιξιάτικη, μια πρώτη του Μαΐου,
Πού κελαδούσαν τά πουλιά, κι΄ο ουρανός γελούσε,
Με μιάς αστράφτει και βροντά και γίνεται σκοτάδι.
Το καρυοφύλλι εστέναξε , τριανταφυλλιά δακρύζει.
Με μιάς ξεράθηκαν τά δυό, και επέσαν τά λουλούδια.
Μαζή μ’ αυτά σωριάστηκε κ’ η δόλια του η μανούλα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου